χαρτοκοπτική

χαρτοκοπτική
η, Ν
παιχνίδι και άσκηση με την κατασκευή διαφόρων σχεδίων από κομμένα χαρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + κόβω / κόπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μουσείο, Σπαθάρειο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου — Εγκαινιάστηκε τον Ιούνιο του 1995 σ’ ένα νεοκλασικό κτίριο στο Μαρούσι (Βασιλίσσης Σοφίας & Δημητρίου Ράλλη), στην ίδια πλατεία (Κασταλίας) όπου το 1942 ξεκίνησε την καριέρα του ως καραγκιοζοπαίχτης ο Ευγένιος Σπαθάρης. Είναι ένα μουσείο μοναδικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”